- συμμαχητής
- ο, θηλ. συμμαχήτρια Ν1. αυτός που μάχεται μαζί με άλλον ή μαζί με άλλους, συμπολεμιστής, συναγωνιστής2. συνεκδ. συνεργάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμάχομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δ. Γουζέλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμαχητής — ο θηλ. συμμαχήτρια 1. αυτός που μάχεται μαζί με άλλον. 2. συνεργάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρασπιστής — ὁ, Α [παρασπίζω] 1. ασπιδοφόρος, οπλοφόρος που μάχεται κοντά σε άλλον 2. ο σύντροφος στη μάχη, συμμαχητής, συμπολεμιστής … Dictionary of Greek
συμπολεμιστής — ο, θηλ. συμπολεμίστρια Ν αυτός που πολεμά μαζί με κάποιον άλλο, συμμαχητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πολεμιστής. Η λ. συμπολεμιστής μαρτυρείται από το 1887 στον Χαρ. Άννινο] … Dictionary of Greek
συναγωνιστής — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναγωνιστάς Α, και θηλ. συναγωνίστρια Ν [συναγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται από κοινού με άλλον, αγωνιστής σε κοινό αγώνα και για κοινό σκοπό, σύμμαχος, συμμαχητής νεοελλ. αυτός που συναγωνίζεται κάποιον, αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
Ογκαριόφ, Νικολάι Πλατόνοβιτς — (Πετρούπολη 1813 – Γκρήνουιτς, Λονδίνο 1877). Ρώσος ποιητής. Υπήρξε φίλος και συμμαχητής του Χέρτσεν και, όπως αυτός, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί: στο Λονδίνο (όπου εγκαταστάθηκε το 1856) και αλλού συνεργάστηκε ενεργά στα δημοσιεύματα του… … Dictionary of Greek
σύμμαχος — η, ο 1. συμμαχητής, συμπαραστάτης. 2. αυτός που συνδέεται με συμμαχία με κάποιον: Τα σύμμαχα κράτη δε θέλησαν να εμποδίσουν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)